Greek Meaning of actable
δραματικός
Other Greek words related to δραματικός
Nearest Words of actable
Definitions and Meaning of actable in English
actable (a)
capable of being acted; suitable for the stage
actable (a.)
Capable of being acted.
FAQs About the word actable
δραματικός
capable of being acted; suitable for the stageCapable of being acted.
αριθμός,ρουτίνα,σειρά,bit,κόλπο,τσαχπινιά,αστείο,Υπογραφή
ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ευθύτητα,αφέλεια,ειλικρίνεια
act upon => ενεργούν επί, act up => κάνω το χαζό, act superior => Ενεργώ ανώτερα, act reflexively => ενεργώ αντανακλαστικά, act out => παίζω,