Greek Meaning of directness
ειλικρίνεια
Other Greek words related to ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- Ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ευθύτητα
- ειλικρίνεια
- σοβαρότητα
- ειλικρίνεια
- ανοιχτότητα
- ειλικρίνεια
- απλότητα
- παχουλότητα
- Απλότητα
- ακύρωση κράτησης
- αφέλεια
- επικοινωνιακότητα
- ελευθερία
- γνησιότητα
- άδεια
- αφέλεια
- αφέλεια
- ειλικρίνεια
- Νηφαλιότητα
- απερισκεψία
- ειλικρίνεια
- Έλλειψη συγκράτησης
- απλοϊκότητα
Nearest Words of directness
- directly => άμεσα
- directivity => κατευθυντικότητα
- directiveness => κατευθυντικότητα
- directive => οδηγία
- directionless => χωρίς κατεύθυνση
- directionality => κατευθυντικότητα
- directional mike => Κατευθυνόμενο μικρόφωνο
- directional microphone => Μικρόφωνο κατευθυντικότητας
- directional antenna => κατευθυντική κεραία
- directional => διευθυντικό
- directoire style => Στυλ Θυρεό Directory
- director => σκηνοθέτης
- director of central intelligence => διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών
- director of research => διευθυντής έρευνας
- directorate => Διεύθυνση
- directorate for inter-services intelligence => Διεύθυνση Διαϋπηρεσιακής Πληροφορίας
- directorial => Σκηνοθετικό
- directories => καταλόγους
- directorship => Διοίκηση
- director-stockholder relation => Σχέση διευθυντή-μετόχου
Definitions and Meaning of directness in English
directness (n)
trueness of course toward a goal
the quality of being honest and straightforward in attitude and speech
directness (n.)
The quality of being direct; straightness; straightforwardness; immediateness.
FAQs About the word directness
ειλικρίνεια
trueness of course toward a goal, the quality of being honest and straightforward in attitude and speechThe quality of being direct; straightness; straightforwa
ειλικρίνεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,ευθύτητα,ειλικρίνεια,σοβαρότητα,ειλικρίνεια
προσποιούμενος,εξαπάτηση,αποφυγή,έμμεσότητα,Αναστολή,συγκράτηση,εχεμύθεια,μυστικότητα,Περιστροφή,Διπλωματία
directly => άμεσα, directivity => κατευθυντικότητα, directiveness => κατευθυντικότητα, directive => οδηγία, directionless => χωρίς κατεύθυνση,