Greek Meaning of directional
διευθυντικό
Other Greek words related to διευθυντικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of directional
- direction finder => Ευρετήριο κατεύθυνσης
- direction => κατεύθυνση
- directing => σκηνοθεσία
- direct-grant school => Σχολείο με άμεση επιχορήγηση
- directer => σκηνοθέτης
- directed verdict => κατευθυντική ετυμηγορία
- directed study => κατευθυντική μελέτη
- directed => Σκηνοθετημένο
- direct-coupled => Ενισχυτής με άμεση σύνδεση
- direct-acting => άμεσης δράσης
- directional antenna => κατευθυντική κεραία
- directional microphone => Μικρόφωνο κατευθυντικότητας
- directional mike => Κατευθυνόμενο μικρόφωνο
- directionality => κατευθυντικότητα
- directionless => χωρίς κατεύθυνση
- directive => οδηγία
- directiveness => κατευθυντικότητα
- directivity => κατευθυντικότητα
- directly => άμεσα
- directness => ειλικρίνεια
Definitions and Meaning of directional in English
directional (a)
relating to or indicating directions in space
relating to direction toward a (nonspatial) goal
directional (s)
showing the way by conducting or leading; imposing direction on
FAQs About the word directional
διευθυντικό
relating to or indicating directions in space, relating to direction toward a (nonspatial) goal, showing the way by conducting or leading; imposing direction on
No synonyms found.
No antonyms found.
direction finder => Ευρετήριο κατεύθυνσης, direction => κατεύθυνση, directing => σκηνοθεσία, direct-grant school => Σχολείο με άμεση επιχορήγηση, directer => σκηνοθέτης,