Greek Meaning of directing
σκηνοθεσία
Other Greek words related to σκηνοθεσία
- Ελεγχόμενος
- διαχείριση
- την εποπτεία
- Εποπτικό
- επιτακτικός
- πρώτο
- κεφάλι
- υψηλού επιπέδου
- μόλυβδος
- κορυφαία
- κύριος
- μεγάλος
- λειτουργός
- Ανώτατος
- κυρίαρχος
- διευθυντής
- Εν ενεργεία
- ο κυβερνών
- κυρίαρχος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- κυρίαρχος
- προεδρεύων
- ωροσκόπος
- αρχηγός
- κυρίαρχος
- ο σημαντικότερος
- υψηλός
- υπερισχύω
- εξέχων
- Πρωθυπουργός
- πρωτεύον
- πρώτος αριθμός
- ανώτερος
- Ανώτατος
- κορυφαίο
- κορυφαίος
- άνω
- ανώτατος
- κυρίαρχος
- εξέχων
Nearest Words of directing
- direct-grant school => Σχολείο με άμεση επιχορήγηση
- directer => σκηνοθέτης
- directed verdict => κατευθυντική ετυμηγορία
- directed study => κατευθυντική μελέτη
- directed => Σκηνοθετημένο
- direct-coupled => Ενισχυτής με άμεση σύνδεση
- direct-acting => άμεσης δράσης
- direct trust => άμεση εμπιστοσύνη
- direct transmission => άμεση μετάδοση
- direct tide => Άμεση παλίρροια
- direction => κατεύθυνση
- direction finder => Ευρετήριο κατεύθυνσης
- directional => διευθυντικό
- directional antenna => κατευθυντική κεραία
- directional microphone => Μικρόφωνο κατευθυντικότητας
- directional mike => Κατευθυνόμενο μικρόφωνο
- directionality => κατευθυντικότητα
- directionless => χωρίς κατεύθυνση
- directive => οδηγία
- directiveness => κατευθυντικότητα
Definitions and Meaning of directing in English
directing (s)
showing the way by conducting or leading; imposing direction on
directing (p. pr. & vb. n.)
of Direct
FAQs About the word directing
σκηνοθεσία
showing the way by conducting or leading; imposing direction onof Direct
Ελεγχόμενος,διαχείριση,την εποπτεία,Εποπτικό,επιτακτικός,πρώτο,κεφάλι,υψηλού επιπέδου,μόλυβδος,κορυφαία
βοηθητικός,δευτερόλεπτο,κατώτερος,τελευταίο,λιγότερο,λιγότερο,Χαμηλότερος,δευτερεύων,υφιστάμενος,θυγατρική εταιρεία
direct-grant school => Σχολείο με άμεση επιχορήγηση, directer => σκηνοθέτης, directed verdict => κατευθυντική ετυμηγορία, directed study => κατευθυντική μελέτη, directed => Σκηνοθετημένο,