Greek Meaning of directionality
κατευθυντικότητα
Other Greek words related to κατευθυντικότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of directionality
- directional mike => Κατευθυνόμενο μικρόφωνο
- directional microphone => Μικρόφωνο κατευθυντικότητας
- directional antenna => κατευθυντική κεραία
- directional => διευθυντικό
- direction finder => Ευρετήριο κατεύθυνσης
- direction => κατεύθυνση
- directing => σκηνοθεσία
- direct-grant school => Σχολείο με άμεση επιχορήγηση
- directer => σκηνοθέτης
- directed verdict => κατευθυντική ετυμηγορία
- directionless => χωρίς κατεύθυνση
- directive => οδηγία
- directiveness => κατευθυντικότητα
- directivity => κατευθυντικότητα
- directly => άμεσα
- directness => ειλικρίνεια
- directoire style => Στυλ Θυρεό Directory
- director => σκηνοθέτης
- director of central intelligence => διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών
- director of research => διευθυντής έρευνας
Definitions and Meaning of directionality in English
directionality (n)
the property of a microphone or antenna of being more sensitive in one direction than in another
the property of being directional or maintaining a direction
FAQs About the word directionality
κατευθυντικότητα
the property of a microphone or antenna of being more sensitive in one direction than in another, the property of being directional or maintaining a direction
No synonyms found.
No antonyms found.
directional mike => Κατευθυνόμενο μικρόφωνο, directional microphone => Μικρόφωνο κατευθυντικότητας, directional antenna => κατευθυντική κεραία, directional => διευθυντικό, direction finder => Ευρετήριο κατεύθυνσης,