Greek Meaning of directly
άμεσα
Other Greek words related to άμεσα
Nearest Words of directly
- directivity => κατευθυντικότητα
- directiveness => κατευθυντικότητα
- directive => οδηγία
- directionless => χωρίς κατεύθυνση
- directionality => κατευθυντικότητα
- directional mike => Κατευθυνόμενο μικρόφωνο
- directional microphone => Μικρόφωνο κατευθυντικότητας
- directional antenna => κατευθυντική κεραία
- directional => διευθυντικό
- direction finder => Ευρετήριο κατεύθυνσης
- directness => ειλικρίνεια
- directoire style => Στυλ Θυρεό Directory
- director => σκηνοθέτης
- director of central intelligence => διευθυντής της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών
- director of research => διευθυντής έρευνας
- directorate => Διεύθυνση
- directorate for inter-services intelligence => Διεύθυνση Διαϋπηρεσιακής Πληροφορίας
- directorial => Σκηνοθετικό
- directories => καταλόγους
- directorship => Διοίκηση
Definitions and Meaning of directly in English
directly (r)
without deviation
without anyone or anything intervening
without delay or hesitation; with no time intervening
in a forthright manner; candidly or frankly
directly (adv.)
In a direct manner; in a straight line or course.
In a straightforward way; without anything intervening; not by secondary, but by direct, means.
Without circumlocution or ambiguity; absolutely; in express terms.
Exactly; just.
Straightforwardly; honestly.
Manifestly; openly.
Straightway; next in order; without delay; immediately.
Immediately after; as soon as.
FAQs About the word directly
άμεσα
without deviation, without anyone or anything intervening, without delay or hesitation; with no time intervening, in a forthright manner; candidly or franklyIn
δεξιά,ίσιος,σε ευθεία γραμμή,νεκρός,άμεσο,οφειλόμενος,αμέσως,κατακόρυφος,παχουλός
έμμεσα,ελικοειδώς,κατ' επιβουλήν,κυμαινόμενα
directivity => κατευθυντικότητα, directiveness => κατευθυντικότητα, directive => οδηγία, directionless => χωρίς κατεύθυνση, directionality => κατευθυντικότητα,