FAQs About the word veeringly

κυμαινόμενα

a change in course or direction, wear sense 7, to change course by turning the stern to the wind, to change direction or course, to shift in a clockwise directi

ελικοειδώς,έμμεσα,κατ' επιβουλήν

νεκρός,άμεσο,άμεσα,οφειλόμενος,δεξιά,ίσιος,αμέσως,σε ευθεία γραμμή,κατακόρυφος,παχουλός

veejay => VJ, vaunts => καυχιέται, vaults => θόλοι, vaticinations => Προφητείες, vaticinated => προφητευμένος,