Greek Meaning of vegging out

χάσιμο

Other Greek words related to χάσιμο

Definitions and Meaning of vegging out in English

vegging out

to spend time idly or passively

FAQs About the word vegging out

χάσιμο

to spend time idly or passively

ανατριχιαστικός,ρελαντί,ξεκούραστος,μαλακίες (έξω),χακάρισμα (γύρω),Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),να κρέμεται,κλωτσώντας γύρω,χαλαρώνει,Χαμένος χρόνος

υποβάλλων αίτηση,άλεση,ανασκαφή,βιαστικός,εργαζόμενος,αργός,όργωμα,Συνδέοντας,ενασχολούμαι με το σκλάβωμα,εφίδρωση

vegged out => φυτοζωώ, vegetarians => χορτοφάγοι, vegans => χορτοφάγοι, veg out => να τεμπελιάζω, veers => στρίβει,