Greek Meaning of twiddling one's thumbs
γυρίζω το δαχτυλάκι μου
Other Greek words related to γυρίζω το δαχτυλάκι μου
- ανατριχιαστικός
- ρελαντί
- τεμπελιάζω
- χαλαρωτικό
- ξεκούραστος
- μαλακίες (έξω)
- χακάρισμα (γύρω)
- Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- να κρέμεται
- κλωτσώντας γύρω
- χαλαρώνει
- Χαμένος χρόνος
- χάσιμο
- άστεγος
- αναβάλλω
- κωλυσιεργία
- βόμβος
- ασήμαντος
- τεμπελιά
- επίμονος
- τεμπέλιασε
- ανοησίες
- παίζοντας
- σκουντούμπι
- ολιγωρία
- πείραγμα (με)
- τεμπέλης
- καθαρισμός
- τριγυρνώ
- αμπαλάρεται (γύρω γύρω)
- βολτάροντας
- πλανόδιος
- νυσταγμένος
- αστείος
- χειμάζοντας
- καθυστερημένο
- Στέκομαι ακίνητος
- προσομοίωση
- ασήμαντο
- Περίπατος
- καθυστέρηση
- ασήμαντος
- θερινή νάρκη
- Θέρος ύπνος
- πιθηκισμοί
Nearest Words of twiddling one's thumbs
- twiddling => Πειράγματα
- twiddled one's thumbs => Περιτριγύριζε τους αντίχειρες
- twiddled => έπαιζε με
- twiddle one's thumbs => Τρίβω τα χέρια μου
- twiddle (with) => (πείραμα (με))
- twice-told => δυο φορές ειπωμένο
- tweeting => tweeτάροντας
- tweeted => τουίταρε
- tweens => Παιδιά που βρίσκονται στο μεταίχμιο παιδικής και εφηβικής ηλικίας
- tweaks => μικροδιορθώσεις
Definitions and Meaning of twiddling one's thumbs in English
twiddling one's thumbs
to play negligently with something, turn, twist, to spend time idly, to rotate lightly or idly, to turn or jounce lightly
FAQs About the word twiddling one's thumbs
γυρίζω το δαχτυλάκι μου
to play negligently with something, turn, twist, to spend time idly, to rotate lightly or idly, to turn or jounce lightly
ανατριχιαστικός,ρελαντί,τεμπελιάζω,χαλαρωτικό,ξεκούραστος,μαλακίες (έξω),χακάρισμα (γύρω),Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),να κρέμεται,κλωτσώντας γύρω
υποβάλλων αίτηση,άλεση,ανασκαφή,βιαστικός,εργαζόμενος,αργός,όργωμα,Συνδέοντας,ενασχολούμαι με το σκλάβωμα,εφίδρωση
twiddling => Πειράγματα, twiddled one's thumbs => Περιτριγύριζε τους αντίχειρες, twiddled => έπαιζε με, twiddle one's thumbs => Τρίβω τα χέρια μου, twiddle (with) => (πείραμα (με)),