Greek Meaning of twiddled
έπαιζε με
Other Greek words related to έπαιζε με
Nearest Words of twiddled
- twiddle one's thumbs => Τρίβω τα χέρια μου
- twiddle (with) => (πείραμα (με))
- twice-told => δυο φορές ειπωμένο
- tweeting => tweeτάροντας
- tweeted => τουίταρε
- tweens => Παιδιά που βρίσκονται στο μεταίχμιο παιδικής και εφηβικής ηλικίας
- tweaks => μικροδιορθώσεις
- tweaking => Ρύθμιση
- tweaked => Ρυθμισμένος
- twaddles => ανοησίες
Definitions and Meaning of twiddled in English
twiddled
to play negligently with something, turn, twist, to spend time idly, to rotate lightly or idly, to turn or jounce lightly
FAQs About the word twiddled
έπαιζε με
to play negligently with something, turn, twist, to spend time idly, to rotate lightly or idly, to turn or jounce lightly
στρεπτό,περιστρέφεται,περιστρεφόμενος,κυλήθηκε,Στριμμένο,γνεμένο,στροβιλισμένος,περιστρεφόμενος,περιστρέψει,έγνεψε
No antonyms found.
twiddle one's thumbs => Τρίβω τα χέρια μου, twiddle (with) => (πείραμα (με)), twice-told => δυο φορές ειπωμένο, tweeting => tweeτάροντας, tweeted => τουίταρε,