Greek Meaning of tweaked
Ρυθμισμένος
Other Greek words related to Ρυθμισμένος
- άρπαξε
- τσιμπημένο
- τραβηγμένο
- σοκαρισμένος
- Τινάχτηκε
- τραβάω
- έδειξε αντίσταση
- χτύπησε
- αγκάλιασμα
- σφιγμένος
- τσαλακωμένο
- σύρθηκε
- άρπαξε
- σφιχτό
- πραγματοποιήθηκε
- παντρεμένος
- σπασμωδικός
- σπαρταρά
- τράνταγμα
- Τσιμπημένο
- μαδημένο
- σκισμένος
- συμπιεσμένο
- πήρε
- τράβηξε
- Στριμμένο
- ανέσυρε
- σκαλισμένος
- έτρεχε
- τράνταγμα
- αυτί
- ρίφθηκε
- εξαντλημένο
- αρπάχτηκε
- σκίζω
- διαστρεμμένο
- wrest
- στίβω
Nearest Words of tweaked
- twaddles => ανοησίες
- tu-whit tu-whoos => tu-vit tu-vu
- tu-whit tu-whoo => κούκου κουκουβάγια
- tut-tutting (over or about) => τσιτσιρίζοντας (για ή σχετικά με)
- tut-tutted (over or about) => γκρινιάζω (για κάποιον/κάτι)
- tut-tut (over or about) => τσι-τσι (για ή γύρω από)
- tutting (over or about) => Τούτινγκ (πάνω ή γύρω)
- tutted (over or about) => Τσιμπώνω (με)
- tutors => φροντιστές
- tutoring => Ιδιαίτερα μαθήματα
- tweaking => Ρύθμιση
- tweaks => μικροδιορθώσεις
- tweens => Παιδιά που βρίσκονται στο μεταίχμιο παιδικής και εφηβικής ηλικίας
- tweeted => τουίταρε
- tweeting => tweeτάροντας
- twice-told => δυο φορές ειπωμένο
- twiddle (with) => (πείραμα (με))
- twiddle one's thumbs => Τρίβω τα χέρια μου
- twiddled => έπαιζε με
- twiddled one's thumbs => Περιτριγύριζε τους αντίχειρες
Definitions and Meaning of tweaked in English
tweaked
annoy, bother, to pinch and pull with a sudden jerk and twist, fine-tune, to injure slightly, to pinch (a person or a body part) lightly or playfully, pull, pluck, a slight injury causing pain, to criticize especially in a sly or sharp manner, to make small adjustments, to make small adjustments in or to, to make usually small adjustments in or to, a sharp pinch or jerk, to poke fun at, a small change or adjustment
FAQs About the word tweaked
Ρυθμισμένος
annoy, bother, to pinch and pull with a sudden jerk and twist, fine-tune, to injure slightly, to pinch (a person or a body part) lightly or playfully, pull, plu
άρπαξε,τσιμπημένο,τραβηγμένο,σοκαρισμένος,Τινάχτηκε,τραβάω,έδειξε αντίσταση,χτύπησε,αγκάλιασμα,σφιγμένος
έπεσε,απελευθερωμένος,χαλαρός,κυκλοφόρησε,πήδηξε,αναπηδήσαμε,χαλαρός
twaddles => ανοησίες, tu-whit tu-whoos => tu-vit tu-vu, tu-whit tu-whoo => κούκου κουκουβάγια, tut-tutting (over or about) => τσιτσιρίζοντας (για ή σχετικά με), tut-tutted (over or about) => γκρινιάζω (για κάποιον/κάτι),