Greek Meaning of hoicked
ανέσυρε
Other Greek words related to ανέσυρε
Nearest Words of hoicked
Definitions and Meaning of hoicked in English
hoicked
to move or pull abruptly
FAQs About the word hoicked
ανέσυρε
to move or pull abruptly
σπασμωδικός,τράνταγμα,τραβηγμένο,Τινάχτηκε,τραβάω,έδειξε αντίσταση,χτύπησε,σύρθηκε,άρπαξε,παντρεμένος
No antonyms found.
hogwashes => Μαλ@κίες, hog-tying => δέσιμο χοίρων, hog-tied => δεμένος σαν γουρούνι, hogs => Χοίροι, hognose snakes => Φίδι με γουρουνορύγχιο,