Greek Meaning of hold off (on)

αναβάλλω (σε)

Other Greek words related to αναβάλλω (σε)

Definitions and Meaning of hold off (on) in English

hold off (on)

to decide that (something) will happen at a later time

FAQs About the word hold off (on)

αναβάλλω (σε)

to decide that (something) will happen at a later time

αναβάλλω,καθυστέρηση,αναβάλλω,βάζω πάνω,αναβολή,κρατήστε,Ενδιάμεση στάση,αναβάλλω,αποστείλω,περιμένω

Πράξη,ασχολείσθαι (με),κάνω,δουλεύω (σε),αποφασίζω (για)

hold a brief for => κρατήστε μια σύντομη ενημέρωση για, hold (past) => κρατούσε, hold (in) => κρατώ (σε), hold (back) => κρατάω, hokiness => ναΐφ,