FAQs About the word decide (upon)

αποφασίζω (για)

to choose (something) after thinking about the possible choices

δουλεύω (σε),Πράξη,ασχολείσθαι (με),κάνω

αναβάλλω,καθυστέρηση,αναβάλλω (σε),αναβολή,κρατήστε,Ενδιάμεση στάση,αναβάλλω,αναβάλλω,βάζω πάνω,αποστείλω

decide (on) => αποφασίζω (για), decibels => ντεσιμπέλ, decibel(s) => ντεσιμπέλ, decertifying => αποπιστοποίησης, decertified => αποπιστοποιημένος,