Greek Meaning of deciding (upon)

αποφασιστικό (σε)

Other Greek words related to αποφασιστικό (σε)

Definitions and Meaning of deciding (upon) in English

deciding (upon)

No definition found for this word.

FAQs About the word deciding (upon)

αποφασιστικό (σε)

εργάζεται σε,διαχείριση (με),κάνει,Υποκριτική

αναβολή,καθυστέρηση,συγκράτηση (για),Αναμονή,κρατώντας,Ενδιάμεση στάση,αναβολή,αναβολή,βάζοντας κάτι πάνω από κάτι άλλο,ράφια

decides (upon) => αποφασίζει (για), decidedness => αποφασιστικότητα, decided (upon) => αποφάσισε (για), decided (on) => αποφασισμένο (για), decide (upon) => αποφασίζω (για),