Greek Meaning of pausing
παύση
Other Greek words related to παύση
Nearest Words of pausing
Definitions and Meaning of pausing in English
pausing (p. pr. & vb. n.)
of Pause
FAQs About the word pausing
παύση
of Pause
Διστακτικός,σπάσιμο,αναπνέω,φινίρισμα,κρατάει τα άλογά του,διακόπτωντας,στάση,διάρρηξη,παύοντας,διακοπή
συνεχόμενος,προελαύνοντας,εκτίνω,επίμονος,προοδευτικός,παρατείνοντας,stretching
pauser => παύση, paused => σε παύση, pause => παύση, pauropoda => παυρόποδες, pauperizing => εξαθλιωτικός,