FAQs About the word pausing

παύση

of Pause

Διστακτικός,σπάσιμο,αναπνέω,φινίρισμα,κρατάει τα άλογά του,διακόπτωντας,στάση,διάρρηξη,παύοντας,διακοπή

συνεχόμενος,προελαύνοντας,εκτίνω,επίμονος,προοδευτικός,παρατείνοντας,stretching

pauser => παύση, paused => σε παύση, pause => παύση, pauropoda => παυρόποδες, pauperizing => εξαθλιωτικός,