FAQs About the word interrupting

διακόπτωντας

of Interrupt

προσθήκη,ενοχλητικός,κοπή,παρεμβάλλων,ενοχλητικός,διάρρηξη,ηχεί,Συνεισφέρειν,συμβάλλοντα,εισβάλλω (μέσα)

No antonyms found.

interrupter => διακόπτης, interruptedly => διακοπτόμενος, interrupted fern => Σήραγγας διακοπής, interrupted => διακοπείσα, interrupt => διακόπτης,