Greek Meaning of intruding

ενοχλητικός

Other Greek words related to ενοχλητικός

Definitions and Meaning of intruding in English

Wordnet

intruding (s)

projecting inward

Webster

intruding (p. pr. & vb. n.)

of Intrude

FAQs About the word intruding

ενοχλητικός

projecting inwardof Intrude

απασχολημένος,παρεμβατικός,παρεμβατικός,ανάμειξη,υπερβολικά πρόθυμος,ενοχλητικό,εισβάλλοντας,περίεργος,περίεργος,περίεργος

Διακριτικός,αποσυρμένος,ανασταλμένος,ήσυχος,ερημίτης,κρατημένος,συγκρατημένος,συγκρατημένος,συνταξιοδότηση,σιωπηλός

intruder => εισβολέας, intruded => εισέβαλε, intrude on => ενοχλώ, intrude => παρεμβαίνω, introvertive => εσωστρεφής,