Greek Meaning of nosey
περίεργος
Other Greek words related to περίεργος
Nearest Words of nosey
Definitions and Meaning of nosey in English
nosey (s)
offensively curious or inquisitive
FAQs About the word nosey
περίεργος
offensively curious or inquisitive
περίεργος,περίεργος,περίεργος,ανήσυχος,ενδιαφέρομαι,παρεμβατικός,περίεργος,υπερβολικά πρόθυμος,ερώτηση,Σνούπι
αδιάφορος ,αδιάφορος,Αδιάφορος,αδιάφορος,Ανεπηρέαστος,όχι περίεργος,αδιάφορος
nosewheel => Μπροστινό ρόδα, nosethril => ρουθούνι, nosethirl => Ρουθούνι, nosesmart => Έξυπνη μύτη, nosepiece => Μύτη,