Greek Meaning of meddlesome
περίεργος
Other Greek words related to περίεργος
- ενοχλητικό
- απασχολημένος
- ενοχλητικός
- παρεμβατικός
- ανάμειξη
- υπερβολικά πρόθυμος
- φαντασμένος
- Θρασύς
- θρασύς
- παρεμβατικός
- περίεργος
- περίεργος
- ενοχλητικός
- υποθέτοντας
- αυθάδης
- προεξέχων
- περίεργος
- ωθώντας
- επιθετικός
- Αγενής
- Σνούπι
- έντονος
- θρασύς
- περίεργος
- παρενόχληση
- αναιδής
- περίεργος
- εισβάλλοντας
- αλαζόνας
- βλαβερός
- παράβαση
Nearest Words of meddlesome
Definitions and Meaning of meddlesome in English
meddlesome (s)
intrusive in a meddling or offensive manner
meddlesome (a.)
Given to meddling; apt to interpose in the affairs of others; officiously intrusive.
FAQs About the word meddlesome
περίεργος
intrusive in a meddling or offensive mannerGiven to meddling; apt to interpose in the affairs of others; officiously intrusive.
ενοχλητικό,απασχολημένος,ενοχλητικός,παρεμβατικός,ανάμειξη,υπερβολικά πρόθυμος,φαντασμένος,Θρασύς,θρασύς,παρεμβατικός
ανασυγκρότηση,Διακριτικός,μη παρεμβατικός,ανασταλμένος,ήσυχος,ερημίτης,κρατημένος,συγκρατημένος,συγκρατημένος,συνταξιοδότηση
meddler => Ο μεσολαβητής, meddled => ανακατεύτηκε, meddle => παρεμβαίνω, medan => Μεντάν, medalurgy => Μεταλλουργία,