Greek Meaning of trespassing
παράβαση
Other Greek words related to παράβαση
- θρασύς
- φαντασμένος
- περίεργος
- αναιδής
- Θρασύς
- περίεργος
- θρασύς
- παρεμβατικός
- παρεμβατικός
- εισβάλλοντας
- ανάμειξη
- ενοχλητικό
- έντονος
- απασχολημένος
- παρενόχληση
- ενοχλητικός
- περίεργος
- περίεργος
- περίεργος
- ενοχλητικός
- υπερβολικά πρόθυμος
- βλαβερός
- αυθάδης
- προεξέχων
- περίεργος
- ωθώντας
- επιθετικός
- Αγενής
- αλαζόνας
- υποθέτοντας
- Σνούπι
- εξαιρετικά εξυπηρετικός
Nearest Words of trespassing
- trespasser => παραβάτης
- trespassed => παραβιάζω
- trespass viet armis => βίαιη εισβολή σε ξένη ιδιοκτησία
- trespass quare clausum fregit => παράνομη είσοδος
- trespass on the case => παράβαση της υπόθεσης
- trespass de bonis asportatis => Αρπαγή κινητών πραγμάτων
- trespass => παράβαση
- tresor => Θησαυρός
- tresayle => τρόμος
- treponemataceae => Τρεπονηματώδη
Definitions and Meaning of trespassing in English
trespassing (s)
gradually intrusive without right or permission
trespassing (p. pr. & vb. n.)
of Trespass
FAQs About the word trespassing
παράβαση
gradually intrusive without right or permissionof Trespass
θρασύς,φαντασμένος,περίεργος,αναιδής,Θρασύς,περίεργος,θρασύς,παρεμβατικός,παρεμβατικός,εισβάλλοντας
σιωπηλός,ανασυγκρότηση,Διακριτικός,αποσυρμένος,μη παρεμβατικός,ανασταλμένος,ήσυχος,ερημίτης,κρατημένος,συγκρατημένος
trespasser => παραβάτης, trespassed => παραβιάζω, trespass viet armis => βίαιη εισβολή σε ξένη ιδιοκτησία, trespass quare clausum fregit => παράνομη είσοδος, trespass on the case => παράβαση της υπόθεσης,