Greek Meaning of tress
τούφα μαλλιών
Other Greek words related to τούφα μαλλιών
Nearest Words of tress
- trespassing => παράβαση
- trespasser => παραβάτης
- trespassed => παραβιάζω
- trespass viet armis => βίαιη εισβολή σε ξένη ιδιοκτησία
- trespass quare clausum fregit => παράνομη είσοδος
- trespass on the case => παράβαση της υπόθεσης
- trespass de bonis asportatis => Αρπαγή κινητών πραγμάτων
- trespass => παράβαση
- tresor => Θησαυρός
- tresayle => τρόμος
Definitions and Meaning of tress in English
tress (n)
a hairdo formed by braiding or twisting the hair
tress (n.)
A braid, knot, or curl, of hair; a ringlet.
Fig.: A knot or festoon, as of flowers.
FAQs About the word tress
τούφα μαλλιών
a hairdo formed by braiding or twisting the hairA braid, knot, or curl, of hair; a ringlet., Fig.: A knot or festoon, as of flowers.
κλειδαριά,περμανάντ,μόνιμο,κύμα,στένωμα,μπούκλα,σετ,σγουρά μαλλιά,σγουρός,κόμπος
No antonyms found.
trespassing => παράβαση, trespasser => παραβάτης, trespassed => παραβιάζω, trespass viet armis => βίαιη εισβολή σε ξένη ιδιοκτησία, trespass quare clausum fregit => παράνομη είσοδος,