Greek Meaning of perm
περμανάντ
Other Greek words related to περμανάντ
- χτένισμα
- κονκ
- κούρεμα
- χτένισμα
- χτένισμα
- μόνιμο
- κυψέλη
- Μεγάλα μαλλιά
- Μπομπ
- Πλεξούδα
- Κουλούρι
- Κοτσίδα
- σοδειά
- κόβω
- ξεθωριάζω
- μοχάουκ
- παρανυφάκι
- Πλεξούδα
- αλογοουρά
- παγκ
- shag
- Κεραμίδι
- Διακόσμηση
- κότσος
- άνοδος
- κούρεμα με τη μηχανή
- Χτένισμα προς τα πίσω
- Κούρεμα κοντό
- κάνω
- ουρά πάπιας
- Γαλλική μπούκλα
- πλεξούδα
- Πομπαντούρ
- ουρά
- κατσαρίδα
Nearest Words of perm
Definitions and Meaning of perm in English
perm (n)
a city in the European part of Russia
a series of waves in the hair made by applying heat and chemicals
perm (v)
give a permanent wave to
FAQs About the word perm
περμανάντ
a city in the European part of Russia, a series of waves in the hair made by applying heat and chemicals, give a permanent wave to
χτένισμα,κονκ,κούρεμα,χτένισμα,χτένισμα,μόνιμο,κυψέλη,Μεγάλα μαλλιά,Μπομπ,Πλεξούδα
No antonyms found.
perlustration => περιπολία, perlous => επικίνδυνος, -η, -ο, perlitic => Περλιτική, perlite => περλίτης, perlis => Περλίς,