Greek Meaning of bun
Κουλούρι
Other Greek words related to Κουλούρι
- κυψέλη
- Μεγάλα μαλλιά
- Μπομπ
- Κοτσίδα
- παρανυφάκι
- περμανάντ
- μόνιμο
- παγκ
- κότσος
- Πλεξούδα
- κούρεμα με τη μηχανή
- χτένισμα
- κονκ
- Κούρεμα κοντό
- σοδειά
- ξεθωριάζω
- Γαλλική μπούκλα
- κούρεμα
- χτένισμα
- χτένισμα
- μοχάουκ
- Πλεξούδα
- πλεξούδα
- αλογοουρά
- ουρά
- shag
- Κεραμίδι
- Διακόσμηση
- άνοδος
- Χτένισμα προς τα πίσω
- κόβω
- κάνω
- ουρά πάπιας
- Πομπαντούρ
- κατσαρίδα
Nearest Words of bun
Definitions and Meaning of bun in English
bun (n)
small rounded bread either plain or sweet
bun (n.)
Alt. of Bunn
FAQs About the word bun
Κουλούρι
small rounded bread either plain or sweetAlt. of Bunn
κυψέλη,Μεγάλα μαλλιά,Μπομπ,Κοτσίδα,παρανυφάκι,περμανάντ,μόνιμο,παγκ,κότσος,Πλεξούδα
No antonyms found.
bumpy => ανώμαλος, bumptiousness => θρασύτητα, bumptiously => αλαζονικά, bumptious => φαντασμένος, bumpkinly => αδέξιος,