Greek Meaning of ponytail
αλογοουρά
Other Greek words related to αλογοουρά
- Μπομπ
- Πλεξούδα
- μοχάουκ
- Πλεξούδα
- πλεξούδα
- ουρά
- κυψέλη
- Κουλούρι
- κούρεμα με τη μηχανή
- Κοτσίδα
- Χτένισμα προς τα πίσω
- Κούρεμα κοντό
- σοδειά
- ουρά πάπιας
- ξεθωριάζω
- χτένισμα
- χτένισμα
- παρανυφάκι
- περμανάντ
- Πομπαντούρ
- κατσαρίδα
- shag
- Κεραμίδι
- Διακόσμηση
- κότσος
- Μεγάλα μαλλιά
- χτένισμα
- κονκ
- Γαλλική μπούκλα
- κούρεμα
- μόνιμο
- παγκ
- άνοδος
Nearest Words of ponytail
Definitions and Meaning of ponytail in English
ponytail (n)
a hair style that draws the hair back so that it hangs down in back of the head like a pony's tail
FAQs About the word ponytail
αλογοουρά
a hair style that draws the hair back so that it hangs down in back of the head like a pony's tail
Μπομπ,Πλεξούδα,μοχάουκ,Πλεξούδα,πλεξούδα,ουρά,κυψέλη,Κουλούρι,κούρεμα με τη μηχανή,Κοτσίδα
No antonyms found.
ponycart => ποναμάξα, pony up => πλήρωσε, pony express => Πόνι Εξπρές, pony cart => Πόνυ καροτσάκι, pony => πόνι,