Greek Meaning of pooh-bah

μποχά

Other Greek words related to μποχά

Definitions and Meaning of pooh-bah in English

Wordnet

pooh-bah (n)

an arrogant or conceited person of importance

FAQs About the word pooh-bah

μποχά

an arrogant or conceited person of importance

μεγαλοπετσώτης,Βαριά κατηγορία,βασιλιάς,μεγιστάνας,Τυcoon,βαρόνος,μεγάλος,Μεγάλο τυρί,πυροβόλο,παίκτης του μεγάλου πρωταθλήματος

ελαφρύ,κανείς,μηδέν,τίποτα,Γαρίδα,υφιστάμενος,μηδέν,υφιστάμενος,Τσακάλι,τίποτα

poof => πωπ, pooecetes gramineus => Σπουργίτης των βοσκοτόπων, poodle dog => κανίς, poodle => Κανίς, pood => λίτρα,