Greek Meaning of major leaguer
παίκτης των μεγάλων πρωταθλημάτων
Other Greek words related to παίκτης των μεγάλων πρωταθλημάτων
- μεγάλος
- πυροβόλο
- παίκτης του μεγάλου πρωταθλήματος
- μεγάλος τροχός
- βαρύς
- Βαρύ πυροβολικό
- Βαριά κατηγορία
- Λιοντάρι
- Μεγάλο αγόρι
- βαρόνος
- Μεγάλο τυρί
- Μεγάλο κανόνι
- Μπιγκφουτ
- μεγαλοπετσώτης
- Αρχηγός (Archigos)
- βασιλιάς
- Βασιλικός
- αρχηγός
- μεγιστάνας
- νάβαβος
- ναβάπ
- Κουμπί
- πρίγκιπας
- πριγκίπησσα
- βασίλισσα
- Τυcoon
- τροχός
- μεγάλος
- Μεγαλοστέλεχος
- Πλούσιος καπιταλιστής
- Μεγάλο αστέρι
- καχούνα
- λάσπη
- σκατά
- άκρες
- πού-μπα
- τσάρος
- Μεγάλο κεφάλι
- μεγιστάνας
- μποχά
- Τσάρος
- τσάρος
- VIP
- παράγοντες
Nearest Words of major leaguer
- major league => Μεγάλη κατηγορία
- major key => Κλίμακα μείζονα
- major general => Υποστράτηγος
- major form class => κύρια μορφολογική κλάση
- major fast day => μεγάλη νηστεία
- major diatonic scale => Κλίμακα διατονική μείζονα
- major depressive episode => μείζον καταθλιπτικό επεισόδιο
- major axis => Μεγάλος άξονας
- major affective disorder => μείζων συναισθηματική διαταραχή
- major => μεγάλος
- major lobe => Κύριος λοβός
- major mode => Επίκουρος τρόπος
- major planet => Μεγάλος πλανήτης
- major power => Μεγάλη δύναμη
- major premise => Μεγάλη πρόταση
- major premiss => μείζων πρότασις
- major scale => Μεγάλη κλίμακα
- major suit => Κύριο κοστούμι
- major term => κύριος όρος
- major tranquilizer => Μεγάλα ηρεμιστικά
Definitions and Meaning of major leaguer in English
major leaguer (n)
a member of a major-league baseball team
FAQs About the word major leaguer
παίκτης των μεγάλων πρωταθλημάτων
a member of a major-league baseball team
μεγάλος,πυροβόλο,παίκτης του μεγάλου πρωταθλήματος,μεγάλος τροχός,βαρύς,Βαρύ πυροβολικό,Βαριά κατηγορία,Λιοντάρι,Μεγάλο αγόρι,βαρόνος
ελαφρύ,κανείς,τίποτα,Γαρίδα,υφιστάμενος,μηδέν,μηδέν,Τσακάλι,τίποτα,κατώτερος
major league => Μεγάλη κατηγορία, major key => Κλίμακα μείζονα, major general => Υποστράτηγος, major form class => κύρια μορφολογική κλάση, major fast day => μεγάλη νηστεία,