Greek Meaning of prince
πρίγκιπας
Other Greek words related to πρίγκιπας
- βαρόνος
- τσάρος
- βασιλιάς
- Λιοντάρι
- κύριος
- μεγιστάνας
- μονάρχης
- Τυcoon
- Καπετάνιος
- μεγιστάνας
- Ναπολέων
- αστέρι
- Τσάρος
- τσάρος
- Μεγάλο τυρί
- πυροβόλο
- Μεγάλο κανόνι
- μεγάλος τροχός
- Μπιγκφουτ
- μεγαλοπετσώτης
- Διασημότητα
- θεότητα
- Ημίθεος
- σχήμα
- θεός
- βαρύς
- Βαριά κατηγορία
- Αρχηγός (Archigos)
- Σημαντικός παράγοντας
- νάβαβος
- ναβάπ
- αξιοσημείωτος
- Πρόσωπο
- προσωπικότητα
- μποχά
- Σούπερ σταρ
- ύψιστος
- VIP
- Μεγάλο αγόρι
- μεγάλος
- Πλούσιος καπιταλιστής
- καχούνα
- Κύριος άνθρωπος
- πού-μπα
Nearest Words of prince
- primus stove => Φλόγιστρο primus
- primus => πρίμους
- primum mobile => άκινητος κινητής
- primulales => Πρωτεανές
- primulaceae => Πριμουλοειδή
- primula vulgaris => Πρωτόβλαστα
- primula veris => Πρίμουλα
- primula sinensis => Παιανία η κινέζικη
- primula polyantha => Πολύανθος πρίμουλα
- primula elatior => Βλαστοκωδωνία η υψηλή
- prince albert => Πρίγκιπας Άλμπερτ
- prince albert yew => Κύπαρις του Πρίγκιπα Ερρίκου
- prince albert's yew => Συγκεκριμένος σκύλος
- prince charles => πρίγκιπας Κάρολος
- prince charming => Γοητευτικός Πρίγκιπας
- prince consort => πρίγκιπας σύζυγος
- prince edward => Πρίγκηπας Εδουάρδος
- prince edward island => Νησί Πρίγκηπα Εδουάρδου
- prince eugene of savoy => Πρίγκιπας Ευγένιος της Σαβοΐας
- prince fumimaro konoe => πρίγκιπας Fumimaro Konoe
Definitions and Meaning of prince in English
prince (n)
a male member of a royal family other than the sovereign (especially the son of a sovereign)
FAQs About the word prince
πρίγκιπας
a male member of a royal family other than the sovereign (especially the son of a sovereign)
βαρόνος,τσάρος,βασιλιάς,Λιοντάρι,κύριος,μεγιστάνας,μονάρχης,Τυcoon,Καπετάνιος,μεγιστάνας
μισή πίντα,κατώτερος,ελαφρύ,κανείς,τίποτα,υφιστάμενος,υφιστάμενος,μηδέν,μικρομέγαλος
primus stove => Φλόγιστρο primus, primus => πρίμους, primum mobile => άκινητος κινητής, primulales => Πρωτεανές, primulaceae => Πριμουλοειδή,