Greek Meaning of honcho

Αρχηγός (Archigos)

Other Greek words related to Αρχηγός (Archigos)

Definitions and Meaning of honcho in English

Wordnet

honcho (n)

a person who exercises control over workers

FAQs About the word honcho

Αρχηγός (Archigos)

a person who exercises control over workers

μεγάλος,μεγαλοπετσώτης,βαρύς,Βαριά κατηγορία,μεγιστάνας,Τυcoon,βαρόνος,Μεγάλο τυρί,πυροβόλο,παίκτης του μεγάλου πρωταθλήματος

ελαφρύ,κανείς,μηδέν,τίποτα,Γαρίδα,υφιστάμενος,μηδέν,υφιστάμενος,Τσακάλι,τίποτα

homyel => Χόμελ, homy => άνετος, homunculus => Ομοίωμα, homunculi => ομοούνκουλοι, homozygous => Ομόζυγος,