Greek Meaning of honed

ακονισμένο

Other Greek words related to ακονισμένο

Definitions and Meaning of honed in English

Webster

honed (imp. & p. p.)

of Hone

FAQs About the word honed

ακονισμένο

of Hone

κοφτερός,ακονισμένο,Κοπή,αιχμηρός,αιχμηρός,έδαφος,οδοντωτό,απότομος,ακονισμένο,κοφτερός

αμβλύς,αμβλεία,βαρετό,θαμπό,στρογγυλεμένο,λείο,μαλακός,ακόμα,επίπεδος,επίπεδο

hone => ακονίζω, honduras rosewood => Ροδόξυλο Ονδούρας, honduras mahogany => Μαόνι της Ονδούρας, honduras => Ονδούρα, honduran monetary unit => Νομισματική μονάδα της Ονδούρας,