Greek Meaning of sharpened

ακονισμένο

Other Greek words related to ακονισμένο

Definitions and Meaning of sharpened in English

Wordnet

sharpened (s)

having the point made sharp

made sharp or sharper

FAQs About the word sharpened

ακονισμένο

having the point made sharp, made sharp or sharper

Κοπή,αιχμηρός,ακονισμένο,οδοντωτό,κοφτερός,αιχμηρός,έδαφος,απότομος,τρύπημα,ακονισμένο

αμβλύς,αμβλεία,βαρετό,θαμπό,στρογγυλεμένο,λείο,ακόμα,επίπεδος,επίπεδο,αμβλύ

sharpen => ακονίζω, sharped => Ακονισμένο, sharp-eared => οξύωτος, sharp-cut => κοφτερός, sharp-cornered => γωνιώδης,