FAQs About the word sharpening

ακονίζω

of Sharpen

άλεση,τρίψιμο,άκρη,Υποβολή,λιθοβολισμός,τρίψιμο,ακονισμός

θαμπά,βαρετός,στίλβωση,λείανση,γυάλισμα,στρογγυλοποίηση,γυάλισμα,γλωσσική ανάλυση

sharpener => ξύστρα, sharpened => ακονισμένο, sharpen => ακονίζω, sharped => Ακονισμένο, sharp-eared => οξύωτος,