Greek Meaning of glossing

γλωσσική ανάλυση

Other Greek words related to γλωσσική ανάλυση

Definitions and Meaning of glossing in English

Webster

glossing (p. pr. & vb. n.)

of Gloss

FAQs About the word glossing

γλωσσική ανάλυση

of Gloss

στίλβωση,τρίψιμο,λείανση,γυάλισμα,γυάλισμα,επίστρωση,σάλτσα,φινίρισμα,επίπλωση,άλεση

ακατέργαστος (πάνω),ανακάτεμα,τραχύτητα,Γδάρσιμο

glossiness => λάμψη, glossina => Τσετσέ, glossily => λαμπερά, glossic => Γυαλιστερό, glosser => γλωσσατολόγος,