Greek Meaning of scrubbing
τρίψιμο
Other Greek words related to τρίψιμο
- Εγκατάλειψη
- Διακοπή (μαθημάτων)
- ακύρωση
- ακύρωση
- κατάργηση
- ανάκληση
- </br> παλιοσίδερα
- κλήση
- ακύρωση
- πτώση
- τέλος
- ανακοπή
- διακόπτωντας
- υπενθύμιση
- ανακλήσεις
- συρριγμός
- όπισθεν
- αναστολή
- καταληκτικός
- απόσυρση
- Κατάργηση
- ακύρωση
- διακοπή
- αντιδιαταγή
- Κλαίγοντας
- διακοπή
- παραιτούμαι
- συγκράτηση
- ακυρώνοντας
- ακυρώνει
- αναίρεση
- εγκατάλειψη
- κυλάει πίσω
- στάση
- παράδοση
- Επαναλαμβάνω
- κένωση
- διαγραφή
Nearest Words of scrubbing
Definitions and Meaning of scrubbing in English
scrubbing (n)
the act of cleaning a surface by rubbing it with a brush and soap and water
scrubbing (p. pr. & vb. n.)
of Scrub
FAQs About the word scrubbing
τρίψιμο
the act of cleaning a surface by rubbing it with a brush and soap and waterof Scrub
Εγκατάλειψη,Διακοπή (μαθημάτων),ακύρωση,ακύρωση,κατάργηση,ανάκληση,</br> παλιοσίδερα,κλήση,ακύρωση,πτώση
συνεχόμενος,Συμμετοχικός,φύλαξη,αρχή,ξεκινώντας,έναρξη,ελπιδοφόρος,αρχή,Επιχείρηση,υπόσχεση
scrubbiness => τρίψιμο, scrubber => ξέστρο, scrubbed => καθαρίστηκε, scrub up => τρίβω, scrub typhus => Πυρετός τσουτσουγκάμουσι (τσουτσουγκάμουσι),