Greek Meaning of breaking off

διακοπή

Other Greek words related to διακοπή

Definitions and Meaning of breaking off in English

Wordnet

breaking off (n)

an instance of sudden interruption

FAQs About the word breaking off

διακοπή

an instance of sudden interruption

παύοντας,κόβοντας,κόψιμο,τέλος,ανακοπή,διακοπή καπνίσματος,στάση,χωρίζοντας,παράδοση,χτυπώντας

συνεχόμενος,συνεχίζοντας,Τήρηση,εκτελείται σε,προελαύνοντας,διαδικασία,παρακολούθηση (με),προοδευτικός,ενεργοποιημένος,οδήγηση

breaking ball => καμπύλη μπάλα, breaking away => αποκόλληση, breaking and entering => διάρρηξη και κλοπή, breaking => σπάσιμο, break-in => διάρρηξη,