Greek Meaning of driving
οδήγηση
Other Greek words related to οδήγηση
- αποφασισμένος
- επιμελής
- δυναμικός
- επιχειρηματικός
- Πεινασμένος
- βιαστικός
- εργατικός
- ζωηρός
- παρακινημένος
- ζωηρός
- τολμηρός
- επιθετικός
- κινούμενη
- φλογερός
- διεκδικητικός
- πρόθυμος
- Ανταγωνιστικός
- πρόθυμος
- Ενεργητικός
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- παθιασμένος
- opportunιστικός
- ωθώντας
- επιθετικός
- αντίπαλος
- τολμηρός
- ζωηρός
- ανταγωνιστικός
- φιλόδοξος
- φιλόδοξος
- απότομος
- υπερβολικά φιλόδοξος
- επιτηδευμένος
- ανυπόμονος
- Ανταγωνιστικός
- διεκδικητικός
- δυναμικός
- άψογος
Nearest Words of driving
- driving axle => Κινητήριος άξονας
- driving belt => ρεμέτζ/ρεμένι
- driving force => Κινητήριος δύναμη
- driving iron => σίδερο οδήγησης
- driving licence => Δίπλωμα οδήγησης
- driving license => δίπλωμα οδήγησης
- driving range => Πολυβο\-λι\-τει\-ο
- driving school => σχολή οδηγών
- driving wheel => τιμόνι
- drixoral => Ντρίξοραλ
Definitions and Meaning of driving in English
driving (n)
hitting a golf ball off of a tee with a driver
the act of controlling and steering the movement of a vehicle or animal
driving (s)
having the power of driving or impelling
acting with vigor
driving (p. pr. & vb. n.)
of Drive
driving (a.)
Having great force of impulse; as, a driving wind or storm.
Communicating force; impelling; as, a driving shaft.
driving (n.)
The act of forcing or urging something along; the act of pressing or moving on furiously.
Tendency; drift.
FAQs About the word driving
οδήγηση
hitting a golf ball off of a tee with a driver, the act of controlling and steering the movement of a vehicle or animal, having the power of driving or impellin
αποφασισμένος,επιμελής,δυναμικός ,επιχειρηματικός,Πεινασμένος,βιαστικός,εργατικός,ζωηρός,παρακινημένος,ζωηρός
αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,εύκολος,αδιάφορος,αδιάφορος,μη ενθουσιασμένος,αδιάφορος,χλιαρός,τεμπέλης
driveway => ιδιωτικός δρόμος, driveshaft => Αξονάκι μετάδοσης κίνησης, driver's license => δίπλωμα οδήγησης, driver's licence => άδεια οδήγησης, driver ant => στρατιωτικός σκώληκας,