Greek Meaning of opportunistic
opportunιστικός
Other Greek words related to opportunιστικός
- επιθετικός
- φιλόδοξος
- επιμελής
- δυναμικός
- επιχειρηματικός
- εργατικός
- φιλόδοξος
- κινούμενη
- φλογερός
- διεκδικητικός
- πρόθυμος
- αποφασισμένος
- οδήγηση
- πρόθυμος
- Ενεργητικός
- Πεινασμένος
- βιαστικός
- παρακινημένος
- υπερβολικά φιλόδοξος
- επιτηδευμένος
- επιθετικός
- φτωχό
- διεκδικητικός
- τολμηρός
- τολμηρός
- άψογος
- Ανταγωνιστικός
- Γεμάτος ενθουσιασμό και αφοσίωση
- παθιασμένος
- απότομος
- ζωηρός
- ωθώντας
- ανυπόμονος
- αντίπαλος
- Ανταγωνιστικός
- εγωιστής
- ζωηρός
- ζωηρός
- ανταγωνιστικός
- φιλόδοξος
- δυναμικός
Nearest Words of opportunistic
Definitions and Meaning of opportunistic in English
opportunistic (s)
taking immediate advantage, often unethically, of any circumstance of possible benefit
FAQs About the word opportunistic
opportunιστικός
taking immediate advantage, often unethically, of any circumstance of possible benefit
επιθετικός,φιλόδοξος,επιμελής,δυναμικός ,επιχειρηματικός,εργατικός,φιλόδοξος,κινούμενη,φλογερός,διεκδικητικός
αδιάφορος ,ανεπίσημος,αδιάφορος,αδιάφορος,αδιάφορος,μη επιθετικός,αναφιλόδοξος,μη διεκδικητικός,αδιάφορος,αδιάφορος
opportunist => οπορτουνιστής, opportunism => οπορτουνισμός, opportuneness => ευκαιρία, opportunely => κατάλληλος, opportune => κατάλληλος,