Greek Meaning of opportune

κατάλληλος

Other Greek words related to κατάλληλος

Definitions and Meaning of opportune in English

Wordnet

opportune (a)

suitable or at a time that is suitable or advantageous especially for a particular purpose

Webster

opportune (a.)

Convenient; ready; hence, seasonable; timely.

Webster

opportune (v. t.)

To suit.

FAQs About the word opportune

κατάλληλος

suitable or at a time that is suitable or advantageous especially for a particular purposeConvenient; ready; hence, seasonable; timely., To suit.

αναμενόμενος,κατάλληλος,αναμενόμενος,κατάλληλος,σχετικός,εποχιακός,κατάλληλος,έγκαιρος,έγκαιρος,κατάλληλος

ακατάλληλος,ακατάλληλος,ακατάλληλος,άσχετος,ανώμαλος,ακατάλληλος,άκαιρος,πίσω,καθυστερημένος,καθυστερημένος

opponent => Αντίπαλος, opponency => Αντίθεση, oppone => αντιτίθεμαι, oppletion => πλήρωμα, oppleted => γεμάτος,