Greek Meaning of opportune
κατάλληλος
Other Greek words related to κατάλληλος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- άσχετος
- ανώμαλος
- ακατάλληλος
- άκαιρος
- πίσω
- καθυστερημένος
- καθυστερημένος
- παραβάτης
- νωρίς
- άσχετος
- αργά
- ληξιπρόθεσμο
- Πρόωρος
- αργός
- ξαφνικά
- αργοπορημένος
- ακατάλληλος
- άτυχος
- άτυχος
- ανάρμοστος
- αναβληθείς
- ξαφνικός
- προσδοκώμενο
- καθυστερημένος
- με κάποια καθυστέρηση
- πρόωρος
- απρόβλεπτος
- απροσδόκητος
Nearest Words of opportune
- opportunely => κατάλληλος
- opportuneness => ευκαιρία
- opportunism => οπορτουνισμός
- opportunist => οπορτουνιστής
- opportunistic => opportunιστικός
- opportunistic infection => Ευκαιριακή λοίμωξη
- opportunities => ευκαιρίες
- opportunity => ευκαιρία
- opportunity cost => Εναλλακτικό κόστος
- opposability => Αντιθετικότητα
Definitions and Meaning of opportune in English
opportune (a)
suitable or at a time that is suitable or advantageous especially for a particular purpose
opportune (a.)
Convenient; ready; hence, seasonable; timely.
opportune (v. t.)
To suit.
FAQs About the word opportune
κατάλληλος
suitable or at a time that is suitable or advantageous especially for a particular purposeConvenient; ready; hence, seasonable; timely., To suit.
αναμενόμενος,κατάλληλος,αναμενόμενος,κατάλληλος,σχετικός,εποχιακός,κατάλληλος,έγκαιρος,έγκαιρος,κατάλληλος
ακατάλληλος,ακατάλληλος,ακατάλληλος,άσχετος,ανώμαλος,ακατάλληλος,άκαιρος,πίσω,καθυστερημένος,καθυστερημένος
opponent => Αντίπαλος, opponency => Αντίθεση, oppone => αντιτίθεμαι, oppletion => πλήρωμα, oppleted => γεμάτος,