Greek Meaning of opportunely
κατάλληλος
Other Greek words related to κατάλληλος
- απότομα
- βιαστικά
- παρορμητικά
- παρορμητικά
- ακριβώς
- γρήγορα
- γρήγορα
- απερίσκεπτα
- εύκολα
- απερίσκεπτα
- ανάλογα με την εποχή
- γρήγορα
- ξαφνικά
- Γρήγορα
- απροσδόκητα
- γρήγορα
- μακριά
- γρήγορα
- ακριβώς
- γρήγορος
- γρήγορα
- αμέσως
- ελεύθερα
- αμέσως
- αμέσως
- άμεσα
- στιγμιαία
- γρήγορα
- αμέσως
- γρήγορος
- σύντομα
- γρήγορος
- αμέσως
- ανώνυμος
- μπανγκ
- άμεσα
- με κεφάλι κάτω
- άμεσα
- αμέσως
- τώρα
- κατακόρυφος
- αυτή τη στιγμή
- σύντομα
- δεξιά
- αμέσως
- σύντομα
- αμέσως
- αμέσως
- αμέσως
- με όλη την δύναμη
- αυτή τη στιγμή
- αμέσως
- γρήγορα
Nearest Words of opportunely
- opportuneness => ευκαιρία
- opportunism => οπορτουνισμός
- opportunist => οπορτουνιστής
- opportunistic => opportunιστικός
- opportunistic infection => Ευκαιριακή λοίμωξη
- opportunities => ευκαιρίες
- opportunity => ευκαιρία
- opportunity cost => Εναλλακτικό κόστος
- opposability => Αντιθετικότητα
- opposable => αντιτιθέμενος
Definitions and Meaning of opportunely in English
opportunely (r)
at an opportune time
FAQs About the word opportunely
κατάλληλος
at an opportune time
απότομα,βιαστικά,παρορμητικά,παρορμητικά,ακριβώς,γρήγορα,γρήγορα,απερίσκεπτα,εύκολα,απερίσκεπτα
αργά,αργά,αργά
opportune => κατάλληλος, opponent => Αντίπαλος, opponency => Αντίθεση, oppone => αντιτίθεμαι, oppletion => πλήρωμα,