Greek Meaning of straightaway
αμέσως
Other Greek words related to αμέσως
Nearest Words of straightaway
- straightarrow => ευθύς
- straight-arm => με απλωμένα χέρια
- straight up => απευθείας
- straight ticket => Σταυρός προτίμησης
- straight thrust => Ευθεία ώθηση
- straight sinus => ευθύς κόλπος
- straight shooter => Ειλικρινές άτομο
- straight razor => ξυράφι
- straight poker => στρέιτ πόκερ
- straight pin => Καρφίτσα
- straight-backed => ορθοστασία
- straight-billed => ευθύγραμμο
- straightedge => Χάρακας
- straighten => ευθυγραμμίζω (efθiɡraˈmizɔ)
- straighten out => ισιώσει
- straighten up => ισιώστε
- straightener => ισιωτική μαλλιών
- straight-fluted drill => Ελικοειδές τρυπάνι με ευθείες αύλακες
- straightforward => απλός
- straightforwardly => ευθέως
Definitions and Meaning of straightaway in English
straightaway (n)
a straight segment of a roadway or racecourse
straightaway (s)
performed with little or no delay
straightaway (r)
without delay or hesitation; with no time intervening
FAQs About the word straightaway
αμέσως
a straight segment of a roadway or racecourse, performed with little or no delay, without delay or hesitation; with no time intervening
άμεσος,άμεσος,άμεσος,γρήγορος,κλάσμα δευτερολέπτου,γρήγορος,προτροπή,γρήγορος,γρήγορος,περίληψη
παρατεταμένος,αργός,Αργός,αναβληθέν,καθυστερημένος,καθυστερημένος,παρατεταμένος,αργοπορημένος
straightarrow => ευθύς, straight-arm => με απλωμένα χέρια, straight up => απευθείας, straight ticket => Σταυρός προτίμησης, straight thrust => Ευθεία ώθηση,