Greek Meaning of prolonged

παρατεταμένος

Other Greek words related to παρατεταμένος

Definitions and Meaning of prolonged in English

Wordnet

prolonged (s)

relatively long in duration; tediously protracted

drawn out or made longer spatially

FAQs About the word prolonged

παρατεταμένος

relatively long in duration; tediously protracted, drawn out or made longer spatially

ατελείωτος,μακρόστενο,πολύ μεγάλος,επίμονος,παρατεταμένος,αιώνιος,αιωνικός,ατελείωτος,αιώνιος,διευρυμένο

ξαφνικός,σύντομος,μικρός,μίνι,κοντός,βραχυπρόθεσμος,ξαφνικά,συντομευμένος,Συμπυκνωμένο,περικομμένος

prolonge knot => Κόμπος παρατάσεως, prolonge => παράταση, prolongation => παράταση, prolong => παρατείνω, prologuize => Προλεγόμενα,