Greek Meaning of long-drawn
μακροσκελής
Other Greek words related to μακροσκελής
Nearest Words of long-drawn
- long-distance runner => Δρομέας μεγάλων αποστάσεων
- long-distance call => Κλήση από σταθερό
- long-distance => από απόσταση
- long-dated => μακροπρόθεσμος
- long-clawed prawn => Γαρίδα με μακριά νύχια
- long-chain molecule => Πολυμερές μάκρου
- long-chain => μακράς αλυσίδας
- longcase clock => Μακρύ ρολόι
- long-breathed => μακρόπνοος
- long-branched => μακρόκλαδο
Definitions and Meaning of long-drawn in English
long-drawn (a.)
Extended to a great length.
FAQs About the word long-drawn
μακροσκελής
Extended to a great length.
μακρύς,μακρύς,παρατεταμένος,παρατεταμένος,διευρυμένο,μακριά,μεγάλος, καταπληκτικός,μακροπρόθεσμος,Μαραθώνας,αιώνιος
ξαφνικός,σύντομος,μικρός,μίνι,κοντός,βραχυπρόθεσμος,ξαφνικά,συντομευμένος,Συμπυκνωμένο,περικομμένος
long-distance runner => Δρομέας μεγάλων αποστάσεων, long-distance call => Κλήση από σταθερό, long-distance => από απόσταση, long-dated => μακροπρόθεσμος, long-clawed prawn => Γαρίδα με μακριά νύχια,