Greek Meaning of longest
μακρύτερος
Other Greek words related to μακρύτερος
Nearest Words of longest
Definitions and Meaning of longest in English
longest (r)
for the most time
FAQs About the word longest
μακρύτερος
for the most time
επιμηκύνω,επιμήκης,διευρυμένο,μακρύς,μεγάλος,εκτεταμένος,μεγάλος,μακρόστενο,παραλληλόγραμμο,απλωμένο
σύντομος,κοντός,συντομευμένος,συντομευμένο,σύντομος,περικομμένος,ελαττωμένος,μικρός,λεπτό,κοντό
longer => μεγαλύτερος, longed-for => επιθυμητός, longed => ποθούσε, long-eared owl => Γλαύκα, long-eared bat => Μακρυαυτακούλης,