Greek Meaning of long-haired

μακρυμάλλης

Other Greek words related to μακρυμάλλης

Definitions and Meaning of long-haired in English

Wordnet

long-haired (s)

with long hair

FAQs About the word long-haired

μακρυμάλλης

with long hair

μπλε,εγκεφαλικός,μορφωμένος,διανοούμενος,σπασίκλας,ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,εξαιρετικό,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος

αναλφάβητος,χυδαίος,αντιδιανοητικός,φιλισταίος,ακαλλιέργητος,Ακαλλιέργητος,Αμόρφωτος,Αγράμματος,αντιδιανοούμενος,σκοτεινός

long-fin tunny => Μακρύπτερος τόνος, longfin mako => Μακοπουλός, longfellow => Longfellow, long-familiar => γνώριμος από καιρό, long-faced => μακρόστενο πρόσωπο,