Greek Meaning of long-haired
μακρυμάλλης
Other Greek words related to μακρυμάλλης
- μπλε
- εγκεφαλικός
- μορφωμένος
- διανοούμενος
- σπασίκλας
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- εξαιρετικό
- Καλλιεργούμενος
- μορφωμένος
- διανοουμενίστικος
- Διανοουμενίστικος
- διανοούμενος
- έξυπνος
- εγγράμματος
- επιστημονικός
- αυγοκέφαλος
- σπασίκλας
- διανοουμενίστικος
- νερντάτος
- ο βιβλιολάτρης
- έξυπνος
- φωτεινό
- Έξυπνος
- διδακτικός
- Ευρυμαθής
- μεταλλικός
- μαθημένος
- μεσαία τάξη
- πεダンτικός
- πολυμάθης
- καθηγητικός
- γρήγορος
- εκπαιδευμένος
- έξυπνος
- Σνομπ
- σνομπ
- Αλαζόνας
- Διαβασμένος
- χαι-χατ
- Πολυμαθής
- πολυμαθής
Nearest Words of long-haired
- longhand => χειρόγραφο
- long-handled => μακρυμάνικος
- long-handled spade => Μακρύχερο φτυάρι
- long-head coneflower => Εχινάκεια η ωχρά
- longheaded => Δολιχοκέφαλος
- long-headed => Μακροκέφαλος
- longheaded thimbleweed => Μακρόκεφαλη δακτυλίθρα
- longhorn => μακρυκέρατος
- long-horned => μακρυκέρατος
- long-horned beetle => Μακροκεραίος σκαθαρισ
Definitions and Meaning of long-haired in English
long-haired (s)
with long hair
FAQs About the word long-haired
μακρυμάλλης
with long hair
μπλε,εγκεφαλικός,μορφωμένος,διανοούμενος,σπασίκλας,ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,εξαιρετικό,Καλλιεργούμενος,μορφωμένος
αναλφάβητος,χυδαίος,αντιδιανοητικός,φιλισταίος,ακαλλιέργητος,Ακαλλιέργητος,Αμόρφωτος,Αγράμματος,αντιδιανοούμενος,σκοτεινός
long-fin tunny => Μακρύπτερος τόνος, longfin mako => Μακοπουλός, longfellow => Longfellow, long-familiar => γνώριμος από καιρό, long-faced => μακρόστενο πρόσωπο,