Greek Meaning of intellectualistic

διανοουμενίστικος

Other Greek words related to διανοουμενίστικος

Definitions and Meaning of intellectualistic in English

intellectualistic

devotion to the exercise of intellect or to intellectual pursuits

FAQs About the word intellectualistic

διανοουμενίστικος

devotion to the exercise of intellect or to intellectual pursuits

εγκεφαλικός,διανοούμενος,διανοούμενος,ακαδημαϊκός,ακαδημαϊκός,μπλε,μορφωμένος,μορφωμένος,διανοουμενίστικος,Διανοουμενίστικος

χυδαίος,αντιδιανοητικός,ακαλλιέργητος,Ακαλλιέργητος,αντιδιανοούμενος,αναλφάβητος,φιλισταίος,αργός,Αμόρφωτος,αμόρφωτος

intellects => Διανοούμενοι, intellections => Διανοητικές ικανότητες, integrities => ακεραιότητες, integrations => Ενσωματώσεις, integrates => ενσωματώνει,