Greek Meaning of middlebrow
μεσαία τάξη
Other Greek words related to μεσαία τάξη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of middlebrow
- middlebreaker => Μεσαίος διακόπτης
- middle-aged man => Άνδρας μέσης ηλικίας
- middle-aged => μεσήλικας
- middle-age => μέση ηλικία
- middle west => Μεσοδυτικά
- middle watch => μέση βάρδια
- middle thyroid vein => Μέση θυρεοειδική φλέβα
- middle term => μέσος όρος
- middle temporal vein => Μέση κροταφική φλέβα
- middle school => Γυμνάσιο
Definitions and Meaning of middlebrow in English
middlebrow (n)
someone who is neither a highbrow nor a lowbrow
FAQs About the word middlebrow
μεσαία τάξη
someone who is neither a highbrow nor a lowbrow
No synonyms found.
No antonyms found.
middlebreaker => Μεσαίος διακόπτης, middle-aged man => Άνδρας μέσης ηλικίας, middle-aged => μεσήλικας, middle-age => μέση ηλικία, middle west => Μεσοδυτικά,