Greek Meaning of middle-aged
μεσήλικας
Other Greek words related to μεσήλικας
- ενήλικας
- ηλικιωμένοι
- γεροντικός
- Ώριμος
- ενενηντάρης
- ογδοντάρης
- μεγαλύτερος
- αρκετά παλιό
- συνταξιούχος
- ηλικιωμένος, -η, -ο
- εβδομηντάρης
- συνταξιούχος
- ενήλικας
- ηλικιωμένοι
- γήρανση
- γήρανση
- Εκατοντάρης
- ετοιμόρροπος
- τρέμουλο
- παλιό
- Υπερήλικας
- Υπερήλικας
- πατριαρχικός
- συνταξιούχος
- γερασμένος
- γεροντικός
- σεβάσμιος
- αρχαίος
- ανιλίνη
- Μακρόβιο
- μητριαρχικός
- Σπασμωδικός
- τρεμάμενο
- γέρος/η
Nearest Words of middle-aged
- middle-age => μέση ηλικία
- middle west => Μεσοδυτικά
- middle watch => μέση βάρδια
- middle thyroid vein => Μέση θυρεοειδική φλέβα
- middle term => μέσος όρος
- middle temporal vein => Μέση κροταφική φλέβα
- middle school => Γυμνάσιο
- middle paleolithic => Μέση Παλαιολιθική Εποχή
- middle of the roader => μετριόφρων
- middle name => Δεύτερο όνομα
- middle-aged man => Άνδρας μέσης ηλικίας
- middlebreaker => Μεσαίος διακόπτης
- middlebrow => μεσαία τάξη
- middle-class => Μέση τάξη
- middle-ear deafness => Αγωγιμός κώφωσις
- middle-earth => Μέση Γη
- middle-ground => κοινή συνισταμένη
- middle-level => μεσαίου επιπέδου
- middleman => μεσάζοντας
- middlemen => μεσάζοντες
Definitions and Meaning of middle-aged in English
middle-aged (s)
being roughly between 45 and 65 years old
middle-aged (a.)
Being about the middle of the ordinary age of man; between 30 and 50 years old.
FAQs About the word middle-aged
μεσήλικας
being roughly between 45 and 65 years oldBeing about the middle of the ordinary age of man; between 30 and 50 years old.
ενήλικας,ηλικιωμένοι,γεροντικός,Ώριμος,ενενηντάρης,ογδοντάρης,μεγαλύτερος,αρκετά παλιό,συνταξιούχος,ηλικιωμένος, -η, -ο
Νεαρός,νεανικός,Έφηβος,Αθάνατος,Ανώριμος,ανήλικος,ανήλικος,νεανικός,άπειρος,παιδικός
middle-age => μέση ηλικία, middle west => Μεσοδυτικά, middle watch => μέση βάρδια, middle thyroid vein => Μέση θυρεοειδική φλέβα, middle term => μέσος όρος,