Greek Meaning of oldish

αρκετά παλιό

Other Greek words related to αρκετά παλιό

Definitions and Meaning of oldish in English

Wordnet

oldish (s)

somewhat elderly

Webster

oldish (a.)

Somewhat old.

FAQs About the word oldish

αρκετά παλιό

somewhat elderlySomewhat old.

ηλικιωμένοι,γήρανση,γήρανση,αρχαίος,ετοιμόρροπος,ηλικιωμένοι,γεροντικός,παλιό,μεγαλύτερος,Υπερήλικας

Νεαρός,νεανικός,Έφηβος,Αθάνατος,Πράσινο,Ανώριμος,ανήλικος,ανήλικος,παιδαριώδης,νεανικός

oldie => παλιομοδίτικο τραγούδι, old-hat => ξεπερασμένος, old-gentlemanly => αρχοντοχωριάτης, old-field toadflax => Λινάρι το αγριόχοιρο, oldfield => παλιό χωράφι,