Greek Meaning of underage
ανήλικος
Other Greek words related to ανήλικος
- Έφηβος
- Ανώριμος
- ανήλικος
- ανήλικος
- προεφηβεία
- έφηβος
- έφηβος
- Νεαρός
- νεανικός
- άπειρος
- παιδικός
- παιδαριώδης
- εμβρυϊκός
- αναδυόμενος
- Πράσινο
- άπειρος
- βρεφικός
- παιδαριώδης
- νεανικός
- εφηβικός
- ανήλικος
- βρεφώδης
- ανθισμένος
- ανθισμένος, -η, -ο
- ακμάζων
- ανθοφορία
- παιδαριώδης
- Ωμός
- ανεπτυγμένο
- ημιτελές
- άπτερος
- άμορφος
- Άγουρο
- Άγουρο
- ανθηρός
- παιδαριώδης
Nearest Words of underage
Definitions and Meaning of underage in English
underage (a)
not of legal age
underage (s)
dependent by virtue of youth
FAQs About the word underage
ανήλικος
not of legal age, dependent by virtue of youth
Έφηβος,Ανώριμος,ανήλικος,ανήλικος,προεφηβεία,έφηβος,έφηβος,Νεαρός,νεανικός,άπειρος
ενήλικας,ηλικιωμένοι,γήρανση,αρχαίος,ηλικιωμένοι,γεροντικός,Ώριμος,ώριμος,παλιό,μεγαλύτερος
underactor => υποκριτής, underactive => Υπολειτουργικός, underaction => υπό δράση, underact => Υποπαίζω, underachiever => Υποαποδότης,