Greek Meaning of burgeoning

ανθηρός

Other Greek words related to ανθηρός

Definitions and Meaning of burgeoning in English

burgeoning

growing, expanding, or developing rapidly

FAQs About the word burgeoning

ανθηρός

growing, expanding, or developing rapidly

ανθισμένος,ανθισμένος, -η, -ο,ακμάζων,ανθοφορία,βρεφικός,ανεπτυγμένο,ημιτελές,βρεφώδης,άπειρος,παιδικός

ενήλικας,ηλικιωμένοι,γήρανση,αρχαίος,ηλικιωμένοι,πλήρης,πλήρης,γεροντικός,Ώριμος,ώριμος

burgeoned => αύξήθηκε, burgees => μπουρτζές, bureaucrats => γραφειοκράτες, bureaucratese => γραφειοκρατικός, burdens => βάρη,